- γοργοπερνώ
- γοργοπέρασα1. μτβ., διαβαίνω κάτι γρήγορα: Γοργοπεράσαμε το δρόμο.2. αμτβ., περνώ γρήγορα: Η ζωή γοργοπερνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοργοπερνώ — ( άω) γοργοδιαβαίνω … Dictionary of Greek